Μυροπώλῃ

Μυροπώλῃ
Μυροπώληι , Μυρόπωλις
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυροπώλῃ — μυροπώλης dealer in unguents masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμυρίζω — ἐπιμυρίζω (Α) (για μυροπώλη) αλείφω το χέρι τού πελάτη με λίγο μύρο ως δείγμα τής ποιότητάς του …   Dictionary of Greek

  • μυροπωλικός — μυροπωλικός, ή, όν (Α) [μυροπώλης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυροπώλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”